- πορνείας
- πορνείᾱς , πορνείαprostitutionfem acc plπορνείᾱς , πορνείαprostitutionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Matthew 5:32 — is the thirty second verse of the fifth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament and is part of the Sermon on the Mount. This much scrutinized verse contains part of Jesus teachings on the issue of divorce. Contents 1 Text 2 Debate… … Wikipedia
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
блоудъ — БЛОУД|Ъ (316), А с. 1.Заблуждение, ошибка, исповедание ложного учения: люди оучаше а самъ не творѩше вол˫а б҃жи˫а. блоудъмь и всѣмь безаконiѥмь. СбТр XII/XIII, 33 об.; ничего не възбранѩи ре(ч). развѣ блоуда идоложертвена. КН 1280, 531; ѡ(т)жени… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… … Dictionary of Greek
блоудьничищь — БЛОУДЬНИЧИЩ|Ь (1*), А с. Человек, рожденный блудницей: не будите с҃нове блудничищи. не будите чада гнѣву. чада грѣху. (μὴ γένησϑε υἱοὶ πορνείας) ФСт XIV, 117в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
блоудьныи — (157) пр. к блоудъ. 1.В 1 знач.: идѣ же суть путье блуднии и па(ч) же и погибель. не дѣлесно быва˫а. и расматрѩ˫а не подобна˫а. в немь же блѩднѣ и блудьство. (φατρίαι) ФСт XIV, 198а; в роли с.: Иже кромѣ бж(с)твьны˫а цр҃кви кромѣ бл҃гословлени˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
блоужениѥ — БЛОУЖЕНИ|Ѥ (70), ˫А с. 1.Действие по гл. блоудити в 1 знач. Перен.: б҃ъ из҃лвъ. не любѩи скверны и блужениѥ въ гресѣхъ. Пал 1406, 146г. 2. Заблуждение: немълчьныимь дъвомысльѥмь отъмѣтаютьсѩ да ѥлико ѥже въ насъ вьсѣхъ оувѣдѣно боудеть вьсѩко.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Papyrus 45 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Papyrus 45 … Wikipédia en Français
εκπόρνευση — η 1. παρακίνηση σε πορνεία 2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με τής πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, τού λειτουργήματος κ.λπ.») … Dictionary of Greek
μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως … Dictionary of Greek